εθνοκατάρατος

εθνοκατάρατος
-η, -ο
ο καταραμένος απ' όλο το έθνος («εθνοκατάρατη διχόνοια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1821 στο Προκήρυγμα Εθν. Στόλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εθνοκατάρατος — η, ο ο καταραμένος από ολόκληρο το έθνος: Εθνοκατάρατος προδότης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”